- θερείαυλος
- θερείαυλος, -ον (Μ)αυτός που διαμένει σε θερινή κατοικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -αυλος < αυλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερείαυλος — living in villeggiatura masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek